- ξεκόφτω
- βλ. ξεκόβω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεκόβω — και ξεκόφτω 1. αποσπώ κάποιον ή κάτι από ένα σύνολο ή από ένα περιβάλλον («η γυναίκα του τόν ξέκοψε από τους φίλους του») 2. απέχω, απομακρύνομαι, αποβάλλω συνήθεια («όταν παντρεύτηκε ξέκοψε από τα χαρτιά) 3. (για ποίμνιο) φεύγω μακριά από το… … Dictionary of Greek
ξεκόβω — και ξεκόφτω ξέκοψα, ξεκομμένος 1. μτβ., αποσπώ κάποιον, απομακρύνω: Τον ξέκοψαν από το σχολείο. 2. αμτβ., απομακρύνομαι, σταματώ να συχνάζω κάπου, απέχω: Ξέκοψε τελευταία από την παρέα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)